- ἀντιλήπτωρ
- ἀντιλήπτωρhelpermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντιλήπτωρ — ο (ἀντιλήπτωρ) νεοελλ. αυτός που αναλαμβάνει με δικαστική απόφαση την προστασία κάποιου ο οποίος δεν έχει πλήρη πνευματική υγεία αρχ. μσν. βοηθός, προστάτης, υπερασπιστής («ἀντιλήπτωρ μου εἶ, δόξα μου καὶ ὑψῶν τὴν κεφαλήν μου». ΠΔ) … Dictionary of Greek
ἀντιλήπτορα — ἀντιλήπτωρ helper masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλήπτορας — ἀντιλήπτωρ helper masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλήπτορες — ἀντιλήπτωρ helper masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλήπτορι — ἀντιλήπτωρ helper masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλήπτορος — ἀντιλήπτωρ helper masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίληψη — Η λειτουργία που επιτρέπει στον άνθρωπο και στα πιο εξελιγμένα ζώα να διαλέγουν και να τοποθετούν μέσα σε λογικά σύνολα τις πληροφορίες που δέχονται από τα αισθητήρια όργανα. Έτσι, αν και κατά κανόνα οι α. πηγάζουν από αισθητηριακές διαδικασίες,… … Dictionary of Greek
ԱՊԱՒԷՆ — (ւինի, նաց.) NBH 1 0275 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 12c գ. καταφυγή, ὐπερασπιστής, σκεπαστής , σκέπη, ἁντιλήπτωρ refugium, tegumentum, protector, susceptor Ապաստան. տեղի ամրութեան. պատսպարան. ամրութիւն. հովանի … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԶՕՐԱՎԻԳ — ( ) NBH 1 0756 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 12c ա.գ. ԶՕՐԱՎԻԳՆ կամ ԶՕՐԱՎԻԳ. գրի եւ ԶՕՐԱՒԻԳՆ կամ ԶՕՐԱՒԻԳ. σύμμαχος , ἁντιλήπτωρ, συμμαχία, ἁντίληψις եւն. auxiliator, adjutor; auxilium, subsidium Հզօրիչ. զօրացուցիչ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԶՕՐԱՎԻԳՆ — ( ) NBH 1 0756 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 12c ա.գ. ԶՕՐԱՎԻԳՆ կամ ԶՕՐԱՎԻԳ. գրի եւ ԶՕՐԱՒԻԳՆ կամ ԶՕՐԱՒԻԳ. σύμμαχος , ἁντιλήπτωρ, συμμαχία, ἁντίληψις եւն. auxiliator, adjutor; auxilium, subsidium Հզօրիչ. զօրացուցիչ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)